Ξεχωρίζοντας τον καλό από τον καλύτερο αθλητή και την καλή από την καλύτερη αθλήτρια
Συχνά
δέχομαι ερωτήσεις από γονείς και προπονητές σχετικά με τις αιτίες που
προκαλούν την διακύμανση της αγωνιστικής απόδοσης. Δεν είναι λίγοι αυτοί
που θεωρούν μία τέτοια διακύμανση φυσιολογική και μέσα στα πλαίσια των
«κανόνων» της ανθρώπινης απόδοσης. Ποια είναι άραγε η αλήθεια;
Καθώς παρακολουθούμε τους αθλητικούς
αγώνες είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε τους αθλητές και τις αθλήτριες που
παρουσιάζουν ηγετικό ρόλο. Είναι όσοι και όσες μπορούν να παρουσιάσουν
σταθερότητα στην προσπάθεια τους, αποτελώντας παραδείγματα σοβαρής
αντιμετώπισης του αθλητικού περιβάλλοντος χωρίς να φείδονται των
προσπαθειών ενίσχυσης του ηθικού των μελών της ομάδας, συντελώντας έτσι
στην σταθερή απόδοση ολόκληρης της ομάδας που ανήκουν, ανεξάρτητα από το
περιβάλλον που αγωνίζονται ή προπονούνται.
Στον αντίποδα, πολύ συχνά παρατηρώντας
την απόδοση άλλων αθλητών και αθλητριών παρουσιάζεται παντελής έλλειψη
αγωνιστικής συνέχειας, φανερώνοντας σε κάποιους αγώνες κορυφαία
αγωνιστική απόδοση ενώ άλλες στιγμές αποτελούν σκιά του καλού
αγωνιστικού εαυτού τους. Αυτοί ακριβώς είναι οι αθλητές που δεν μπορούν
να ξεφύγουν από τον επηρεασμό των καταστάσεων γύρω τους: προσωπικές
αντιπαραθέσεις, άγνωστο αγωνιστικό περιβάλλον, διαφωνίες με σημαντικά
πρόσωπα του αθλήματος, προσωπικές ανησυχίες και ανασφάλειες καθώς και
αγωνιστικές απαιτήσεις που φαινομενικά είναι πολύ εύκολες ή πολύ
δύσκολες, μπορούν να συντελέσουν στην
μειωμένη αγωνιστική απόδοση αυτών των αθλητών-τριών. Κάθε φορά που το περιβάλλον παρουσιάζεται αλλαγμένο ή δυσκολότερο από το προσδόκιμο, είναι πολύ εύκολο να μειωθεί η απόδοση όσων δεν έχουν καταφέρει να προσεγγίσουν την αθλητική απόδοση πέρα από την όποια, αναμενόμενη ή μη, περιβαλλοντική αλλαγή.
μειωμένη αγωνιστική απόδοση αυτών των αθλητών-τριών. Κάθε φορά που το περιβάλλον παρουσιάζεται αλλαγμένο ή δυσκολότερο από το προσδόκιμο, είναι πολύ εύκολο να μειωθεί η απόδοση όσων δεν έχουν καταφέρει να προσεγγίσουν την αθλητική απόδοση πέρα από την όποια, αναμενόμενη ή μη, περιβαλλοντική αλλαγή.
Ήταν το 1898 όταν ο “Norman Triplett”
(1861-1931) πραγματοποίησε το πρώτο πείραμα στην Αθλητική Ψυχολογία,
διαφοροποιώντας τις συνθήκες ενός αγώνα ποδηλασίας. Ο Triplett
παρατήρησε μέσα από τα πειράματα του πως όταν η δεξιότητα που καλούνται
να πραγματοποιήσουν οι αθλητές είναι απλή και καλά μαθημένη, οι αθλητές
έχουν την τάση να παρουσιάζουν καλύτερη απόδοση κάθε φορά που
αγωνίζονται εναντίον συναθλητών τους, ενώ έχουν χειρότερη απόδοση όταν
αγωνίζονται μόνοι. Αντίθετα, όταν πρόκειται για μία πολύπλοκη δεξιότητα
που απαιτεί μεγαλύτερη γνωστική διαδικασία και λεπτούς χειρισμούς, οι
αθλητές παρουσιάζουν χαμηλότερη απόδοση όταν αγωνίζονται εναντίον άλλων
αθλητών, από την απόδοση που παρουσιάζουν στις δεξιότητες αυτές όταν
αγωνίζονται μόνοι. Η εξήγηση του πειράματος αυτού είναι πολύ εύκολη:
Όταν οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις είναι περιορισμένες και ο αθλητής (η
αθλήτρια) καλείται να πραγματοποιήσει μία καλά μαθημένη κίνηση υπό την
πίεση του συναγωνισμού, η απόδοση παρουσιάζεται βελτιωμένη. Αντίθετα,
όταν ο αθλητής (η αθλήτρια) αναγκάζεται να αντιμετωπίσει αγωνιστικά ένα
άγνωστο περιβάλλον με ιδιαίτερες απαιτήσεις, τότε είναι πολύ εύκολο η
απόδοση του (της) να παρουσιασθεί μειωμένη. Το φαινόμενο αυτό καλείται
«κοινωνική διευκόλυνση» και έχει μεγάλη εφαρμογή τόσο στην κοινωνική όσο
και στην αθλητική ψυχολογία.
Ποιο είναι το συμπέρασμα που βγαίνει
μέσα από τα πειράματα αυτά; Τι ακριβώς μπορεί να κάνει ένας αθλητής (μία
αθλήτρια) για να φτάσει να ορίζει την απόδοση του (της) ανεξάρτητα από
τις περιβαλλοντικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει; Μία ανεπιθύμητη
αγωνιστική κατάσταση, ένα εχθρικό γήπεδο ή ένας κρίσιμος αγώνας, έχουν
κοινό παρανομαστή την πιθανή περιβαλλοντική επίδραση. Όσο περισσότερο
ένας αθλητής (μία αθλήτρια) επηρεάζεται από αυτά που συμβαίνουν στο
περιβάλλον του (της), τόσο πιο ευάλωτος/η γίνεται η αθλητική του/της
απόδοση.
Η κορυφαία απόδοση και η αγωνιστική
σταθερότητα προκαλούνται μέσα από την κατανόηση του εαυτού, την
ικανότητα αυτορρύθμισης, την εσωτερική ηρεμία και ασφάλεια, τον
προσωπικό έλεγχο και την συναισθηματική σταθερότητα ως τελικό παραγόμενο
αποτέλεσμα. Αν και υπάρχουν αθλητές και αθλήτριες που έχουν την
ικανότητα να πετύχουν μόνοι τους τον εσωτερικό αυτό έλεγχο μέσα από
προσωπική εξερεύνηση και ικανούς τρόπους αντιμετώπισης των
περιβαλλοντικών καταστάσεων που έχουν βιώσει στο παρελθόν, η συντριπτική
πλειονότητα των αθλητών και αθλητριών που συμμετέχει στους αγωνιστικούς
στίβους χρειάζεται την καθοδήγηση των ειδικών της αθλητικής ψυχολογίας
για να φτάσει να ορίζει την απόδοση της. Αυτό συμβαίνει γιατί ο κάθε
αθλητής και η κάθε αθλήτρια σκέφτεται με ιδιαίτερο τρόπο αναλύοντας
διαφορετικά τις διαθέσιμες πληροφορίες καθώς επηρεάζεται μοναδικά από τα
περιβαλλοντικά ερεθίσματα που έχει δεχθεί στο παρελθόν και συνεχίζει να
δέχεται στο παρόν.
Τα καλά νέα είναι πως υπάρχουν πολλές
τεχνικές που μπορούν να αποτελέσουν τη λύση για την προσωπική διαδικασία
αυτορρύθμισης κάθε αθλητή και αθλήτριας. Με άλλα λόγια, ο τελικός
στόχος απόκτησης της λεγόμενης «ψυχολογικής αντοχής» (“psychological
toughness”), βρίσκεται στο χέρι των αθλητών/τριων που μέσα από τις
επιλογές της προετοιμασίας τους μπορούν να αποκτήσουν κρίσιμες
δεξιότητες για την απόδοση τους.