Zots vs Phil vs Pat / ebasket / iron iris





Ελάχιστοι μεγάλοι παίκτες έχουν καταφέρει να γίνουν κορυφαίοι προπονητές. Κι αυτό γιατί συνήθως δεν διαθέτουν τις πολύ ισχυρές προσωπικότητες, που μπορούν να επιβληθούν και να .

διαχειριστούν ένα γκρουπ πολύ πετυχημένων και πλουσιοπάροχα αμειβομένωνεπαγγελματιών, ούτε τις αρετές της υπομονής και της μεταδοτικότητας ενός δασκάλου.


Αντίθετα, οι πλέον πετυχημένοι προπονητές, τόσο στο ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε αυτό του ΝΒΑ, είναι προσωπικότητες που έκαναν μια απλώς ικανοποιητική η αξιοπρεπή καριέρα ως παίκτες, στηριζόμενοι στη άριστη αντίληψη που διέθεταν για το παιχνίδι και όχι στις εξωπραγματικές αθλητικές τους ικανότητες.

Αυτήν ακριβώς την εγκεφαλικότητα, που διέκρινε το παιχνίδι τους, μετέφεραν και στη λήψη αποφάσεων όταν βρέθηκαν έξω από τις τέσσερις γραμμές του παρκέ. Θα σας παρουσιάσω σήμερα τους τρεις κορυφαίους, και από τις δύο άκρες του Ατλαντικού, που διέπρεψαν τόσο ως παίκτες όσο και ως προπονητές, ή διοικητικοί παράγοντες.

3. Pat Riley
41 χρόνια θητεία (10 ως παίκτης, 24 ως coach, 7 ως διοικητικός παράγοντας)

Ίσως το μόνο πιο ανθεκτικό στοιχείο από τα αιώνια καλοχτενισμένα μαλλιά του Ράιλι είναι η απαράμιλλη διάρκεια του στην επιτυχία, από οποιοδήποτε μπασκετικό πόστο και αν προέρχεται αυτή.

Γιος επαγγελματία παίκτη του μπέιζμπολ, αφού αποφοίτησε από το ξακουστό Kentucky, κατέκτησε το πρωτάθλημα του ΝΒΑ το 1972 με τους Λέικερς, αγωνιζόμενος ως σουτινγκ γκαρντ και σμολ φόργουορντ, κυρίως ως back up του θρυλικού Jerry West. Μια ατελείωτη σειρά από συγκυρίες και παιχνιδίσματα της τύχης τον ενθρόνισαν στον πάγκο των Λέικερς.

Το 1980, ο τότε κόουτς της ομάδος του L.A., Jack McKinney, τραυματίστηκε πολύ σοβαρά σε ένα τροχαίο με το ποδήλατο του. Ο assistant, Paul Westhead, ανέλαβε τα ηνία της ομάδας και ζήτησε από τον ιδιοκτήτη Jerry Buss να έχει για βοηθό τον φίλο του τον Pat Riley, ο οποίος τότε δούλευε ως τηλεσχολιαστής. Ο Buss δέχτηκε και ο Riley βρέθηκε μέσα σε μια νύχτα από τα δημοσιογραφικά θεωρεία στον πάγκο της αγαπημένης του ομάδας.

Στην αρχή της σεζόν 1981-’82, ο Magic Johnson ζήτησε να φύγει με μεταγραφή για άλλη ομάδα επειδή δεν άντεχε να παίζει άλλο για τον τρελό επιστήμονα Westhead, εφευρέτη του run and gun. Ο Βuss,έκανε το χατίρι του κορυφαίου παίκτη του, απέλυσε το ίδιο βράδυ τον προπονητή του και στη διάρκεια μιας πολύωρης συνέντευξης Τύπου, έχοντας τον Jerry West στο πλάι του, ανακοίνωσε πως ο West θα αναλάμβανε τα ηνία της ομάδας.

Όμως, ο παίκτης – θρύλος των Λέικερς αρνήθηκε και ο Βuss στη διάρκεια εκείνης της απίστευτης φαρσοκωμωδίας ονόμασε τον West και τον Riley ως τεχνικό δίδυμο της ομάδος. Ο West διευκρίνισε ότι θα ήθελε να εργασθεί μόνο ως βοηθός του Riley και έτσι η… μοίρα αποφάσισε.

Οι Λέικερς θα εισέρχονταν στη showtime εποχή τους υπό την καθοδήγηση του Riley, ο οποίος τους οδήγησε στους τίτλους του 1982, 1985, 1987 και 1988. Ανεπανάληπτη η ικανότητα του να προσαρμόζεται ανάλογα με τις εξελίξεις του αθλήματος και τα προστάγματα των καιρών.

Ανέλαβε την τεχνική ηγεσία των Νικς το 1991 και δημιούργησε μια ομάδα που ζούσε και πέθαινε μέσα από την άμυνα της, ενώ εκδήλωνε τις επιθέσεις της μετά τα 20 δευτερόλεπτα. Πρέσβευε ότι διαφορετικότερο δηλαδή από τους showtime Lakers.

Το πέμπτο δαχτυλίδι της καριέρας του ως προπονητής το κατέκτησε με το Μαϊάμι το 2006, ανατρέποντας το εις βάρος του 0-2 από το Ντάλλας, σε μια σειρά τελικών όπου ο Ντουέιν Γουέιντ σύρθηκε στη γραμμή των βολών περισσότερες φορές και από όσες ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς έστησε την μπάλα στην άσπρη βούλα, στη διάρκεια της καριέρας του.

Σήμερα ο Riley είναι ο αποτελεσματικότερος και ο πιο πετυχημένος General Manager του πρωταθλήματος, θέση που κατέλαβε στο front office του Μαϊάμι το καλοκαίρι του 2008. Είναι ο x-factor για τα δύο πρωταθλήματα που κατέκτησαν οι Heat το 2012 και το 2013, παίζοντας μάλιστα small ball, εντελώς διαφορετικό, δηλαδή, στυλ παιχνιδιού από τους Νικς και τους Λέικερς.

Ήταν επίσης ο άνθρωπος που ενορχήστρωσε την περιβόητη συνομωσία των Super Friends, δηλαδή τουΓουέιντ, του Λεμπρόν και του Chris Bosh, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι δύο τελευταίοι να ενσωματωθούν στη Heat πριν 3,5 χρόνια και να ξεκινήσουν τη διαδικασία οικοδόμησης της νεότερης δυναστείας του ΝΒΑ.

Για τους φίλους του ο Riley πιστεύω πως είναι ο απόλυτος γητευτής των τίτλων. Για τους πιο αντικειμενικούς παρατηρητές είναι ο πιο ραδιούργος χειραγωγός εξουσίας που γνώρισε η λίγκα τα τελευταία χρόνια. Αλλά ακόμα και αυτό το έκανε με στυλ. Πάντα μες τα κουστούμια του φίλου του Giorgio Armani.

2. Phil Jackson
32 χρόνια θητείας (12 ως παίκτης, 20 ως coach)

Ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη winning αύρα που κάθισε ποτέ σε πάγκο ομάδας, σε οποιοδήποτε σπορ. Κατέχει το υψηλότερο ποσοστό νικών (70,4%) από οποιονδήποτε άλλον coach στην ιστορία του ΝΒΑ. Ξεπέρασε τις 1.000 νίκες γρηγορότερα από κάθε άλλον προπονητή της λίγκας.

Γιος ιερωμένου, ξεκίνησε από ένα πολύ μικρό, ορεινό χωριουδάκι της Μοντάνα για να κατακτήσει ως παίκτης 2 δαχτυλίδια πρωταθλητή, το ’70 και το ’73, με την ομάδα της “Μέκκας του μπάσκετ“, τους Νικς (μοναδικοί τίτλοι της ιστορίας τους), αγωνιζόμενος ως ένας all around forward, που έπαιζε σκληρά και έκανε τη βρώμικη δουλειά.

Πολύ ενεργό ρόλο δεν είχε πάντως στις επιτυχίες της ομάδας. Το 1970, αποτελώντας ουσιαστικά τον 12ο παίκτητης, λειτουργούσε κυρίως ως ο φωτογράφος της! Μάλιστα, έχει εκδώσει και φωτογραφικό άλμπουμ για την πορεία των Νικς προς τον πρώτο τους τίτλο. Στην ομάδα που κατέκτησε τον τίτλο του ’73 αποτελούσε τον όγδοοή ένατο παίκτη της στο ροτέισιον, όντας ο αναπληρωματικός πάουερ φόργουορντ.

Αφού κέρδισε ένα πρωτάθλημα στο αναπτυξιακό CBA, παράρτημα του ΝΒΑ, με τους Albany Patroons, δούλεψε για τους Chicago Bulls ως βοηθός του Doug Collins από το 1987 και ως head coach από το 1989. Έχοντας υπό την καθοδήγηση του υπερπαίκτες σαν τον Τζόρνταν, τον Πίπεν και τον Ρόντμαν, όχι μόνο κατέκτησε 6 τίτλους ως το 1998, αλλά δημιούργησε την πληρέστερη ομάδα όλων των εποχών, την ομάδα που έπαιξε το πιο ολοκληρωτικό μπάσκετ που είδαμε ποτέ και κατέχει το ασύγκριτο ρεκόρ των 72 νικών και μόλις 10 ηττών στη διάρκεια της ρέγκιουλαρ σίζον του 1995-’96.

Αναλαμβάνοντας τους Λέικερς το 1999 πρόσθεσε άλλους 5 τίτλους στη συλλογή του, με τη βοήθεια φυσικά και πάλι σούπερ σταρ, όπως ο Κόμπι, ο Σακίλ και ο Γκασόλ, με τα δάχτυλα των δύο χεριών του να μην επαρκούν για να χωρέσουν τα 13 δαχτυλίδια πρωταθλητή, που κέρδισε ως παίκτης και προπονητής.

Περισσότερο και από το “κορυφαίος διαχειριστής προσωπικοτήτων” του αρμόζει το “The Ultimate Mind Gamer“, για τα δεδομένα του ΝΒΑ τουλάχιστον. Γιατί στην Ευρώπη άλλος έχει τη χάρη.

1. Ζέλικο Ομπράντοβιτς
36 χρόνια θητείας (14 ως παίκτης, 22 ως coach)
Μύθος μεγαλύτερος και από το άθλημα. Από τους ελάχιστους ανθρώπους που στη δική του λογική, ικανοποίηση σημαίνει απαρέγκλιτα κορυφή. Οτιδήποτε παρακάτω το θεωρεί αποτυχία. Χάρη σε αυτή τη διαφορετικότητα της λογικής του, έγινε ο πιο πετυχημένος coach στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ξεπερνώντας θρύλους σαν τον Aleksander Gomelskiy και τον μέντορα του Aleksandar Nikolic.

Γεννημένος στο Τσάτσακ, έπαιξε στην τοπική Μπόρατς μέχρι το 1984, ώσπου ο Dragan Kicanovic, τότε τεχνικός διευθυντής της Παρτιζάν, τον απέκτησε για λογαριασμό της μόνιμης πρωταθλήτριας Γιουγκοσλαβίας.

Από πολύ μικρός ο Ζέλικο κρατούσε σημειώσεις μετά από κάθε προπόνηση που έπαιρνε μέρος. Στα 22 του ήταν ήδη head coach της παιδικής ομάδας της Μπόρατς. Στα 31 του, διαθέτοντας τρομερή αυτοπεποίθηση και θράσος, αυτοπροτάθηκε στον Kicanovic να αναλάβει τα ηνία της αντρικής ομάδας της Παρτιζάν, ενώ ακόμα αγωνιζόταν σ’ αυτήν ως βασικός πλέι μέικερ, δίπλα στους εκκολαπτόμενους σούπερ σταρ της, τον SashaDjordjevic και τον Πρεντραγκ Ντανίλοβιτς.

Ο Κιτσάνοβιτς δέχθηκε με την προϋπόθεση ο Ομπράντοβιτς να τερματίσει της καριέρα του ως παίκτης εκείνη την νύχτα, πράγμα που έγινε.

Στην πρώτη του σεζόν στην Παρτιζαν, το 1991-’92, κοουτσάρισε έχοντας δίπλα του τον Professor Nikolic, ωςμέντορα του και σύμβολο. Τελείωσε τη χρονιά κατακτώντας το triple crown, κοουτσάρωντας μια ομάδα με μέσο όρο ηλικίας 21,7 χρόνια, χάρη και στο ιστορικό τρίποντο του Djorjevic απέναντι στην Μπανταλόνα στον τελικό της Κωνσταντινούπολης.

Τη σεζόν 1993-’94, έχοντας πλέον την τεχνική ηγεσία της Μπανταλόνα, αντιμετωπίζει στην προημιτελική φάση τη Ρεάλ των Σαμπόνις και Αρλάουσκας, με μειονέκτημα έδρας. Εδώ η τύχη του χαμογελά πλατιά, καθώς οι παίκτες των Μαδριλένων βρίσκονται σε απεργία (!) και η Ρεάλ αγωνίζεται με τη δεύτερη ομάδα της, με αποτέλεσμα η Μπανταλόνα να πάρει δύο εύκολες νίκες και να βρεθεί στο φάιναλ φορ του Τελ Αβίβ, κυριολεκτικά από το πουθενά.

Εκεί ο Ζοτς κατέκτησε τη δεύτερη Ευρωλίγκα του, αφού στον τελικό ο Ολυμπιακός του Ιωαννίδη απέτυχε να σκοράρει στα 7 τελευταία λεπτά! Παγκόσμιο αρνητικό ρεκόρ σε επίπεδο τελικών. Οι δύο αυτές πρώτες κατακτήσεις της Ευρωλίγκα από τον Ομπράντοβιτς, με τον τρόπο που ήρθαν, ώθησαν πολλούς δημοσιογράφους να τον αποκαλούν “Γκαστόνε“, υπονοώντας ότι κατακτούσε τα τρόπαια εξαιτίας της τύχης.

Ο Ζέλικο αποστόμωσε όλους αυτούς στη συνέχεια της καριέρας του, κατακτώντας συνολικά 38 (!) τίτλους ως παίκτης και προπονητής, όντας ο πιο πολυνίκης μπασκετάνθρωπος της ιστορίας.

Ως παίκτης κατέκτησε πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας και κύπελλο Κόρατς με την Παρτιζάν, ασημένιο μετάλλιο στην Ολυμπιάδα της Σεούλ και χρυσό στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της Αργεντινής το 1990.

Ως προπονητής 8 Ευρωλίγκες, 2 κύπελλα Σαπόρτα (τον πρόδρομο των Eurocup), 11 πρωταθλήματα (10 με τον Παναθηναϊκό και 1 με την Παρτιζάν), καθώς και 8 κύπελλα (7 με τους “πράσινους” και 1 με τηνΠαρτιζάν).

Η μεγαλύτερη μαγκιά του όμως δεν είναι το ότι, μεταξύ άλλων, αντιπαρήλθε με επιτυχία μέχρι και τον διετή εγκλεισμό του στις φυλακές της Σερβίας, για λιποταξία και επειδή ακούσια προκάλεσε τον θάνατο μιας γυναίκας σε τροχαίο ατύχημα. Άλλωστε, η ιστορία έχει αποδείξει πως κανένας κορυφαίος στο είδος του δεν υπήρξε… λαπάς, η άνθρωπος του κατηχητικού.

Είναι το ότι έφθασε στην κορυφή χωρίς να κλέψει τον ιδρώτα των άλλων, δίχως να αδικήσει αντιπάλους, να μετατρέψει τους παίκτες του σε… άλογα από την πολλή ντόπα, να εκβιάσει καταστάσεις. Ούτε έχει ποτέ ξεστομίσει διπλωματικές ψευτιές, ή ανούσιους φανφαρονισμούς.

Γι’ αυτό και είναι ο λιγότερο μισητός και περισσότερο αξιοζήλευτος προπονητής στον πλανήτη. Για όλα αυτά του αξίζει μέχρι και το τελευταίο ψήγμα από τον τεράστιο μύθο που έχει καταφέρει να χτίσει όλα αυτά τα χρόνια, στηριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στην απόλυτα πετυχημένη δουλειά του.






Αν το επιθυμείτε πατήστε LIKE στην επίσημη σελίδα του Coachbasketball.gr στο facebook και στο google+ και στηρίξτε την προσπάθεια μας
H ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ...!!!











Post Top Ad

ad728

Post Bottom Ad

ad728